- διαβόηση
- η (Α διαβόησις)νεοελλ.1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασίααρχ.η μεγαλόφωνη κραυγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.